- σμεουρδιά
- σμεουριά η малина, малиновый куст
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σμεουριά — (rubus idaeus). θαμνώδες φυτό της οικογένειας των Ροδιδών, που ονομάζεται επιστημονικά ρούβος της Ιδης. Ο καρπός του ονομάζεται σμέουρο σμέουρδο ή νάουρο αλλά είναι γνωστός και με το γαλλικό όνομα «φραμ πουάζ». Φυτό συγγενές με τη βατομουριά,… … Dictionary of Greek
σμεουριά — σμεουριά, η και σμεουρδιά, η είδος θάμνου, βάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)